κοτταβισμός

κοτταβισμός
κοτταβισμός, ὁ (Α) [κοτταβίζω]
1. η ενέργεια τού κοτταβίζω
2. σφοδρός καταιονισμός ύδατος τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για θεραπεία τής καχεξίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοτταβισμοί — κοτταβισμός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”